σουρώνομαι

σουρώνομαι
σουρώνομαι, σουρώθηκα, σουρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδιηθούμαι — έομαι, Α στραγγίζομαι, σουρώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διηθῶ «στραγγίζω, διυλίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”